- κεφαλίνη
- (Α κεφαλίνη)νεοελλ.1. γλυκερο-φωσφο-αμινολιπίδιο που εξάγεται από την εγκεφαλική μάζα2. παλαιά ονομασία τής αιθανολαμίνηςαρχ.η ρίζα τής γλώσσας, η οποία θεωρούνταν ως έδρα τής γεύσης («τὸ δὲ πλέον ἡ γλῶσσα τῆς εἰς τὴν γεῡσιν αἰσθήσεως ἔχει κατὰ τὸ πρὸς τῇ φάρυγγι μέρος, ὃ γεῡσιν καὶ κεφαλίνην καλοῡσιν», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ίνη (πρβλ. βαλσαμ-ίνη, θυρσ-ίνη). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cephalin < κεφαλίνη].
Dictionary of Greek. 2013.