κεφαλίνη

κεφαλίνη
(Α κεφαλίνη)
νεοελλ.
1. γλυκερο-φωσφο-αμινολιπίδιο που εξάγεται από την εγκεφαλική μάζα
2. παλαιά ονομασία τής αιθανολαμίνης
αρχ.
η ρίζα τής γλώσσας, η οποία θεωρούνταν ως έδρα τής γεύσης («τὸ δὲ πλέον ἡ γλῶσσα τῆς εἰς τὴν γεῡσιν αἰσθήσεως ἔχει κατὰ τὸ πρὸς τῇ φάρυγγι μέρος, ὃ γεῡσιν καὶ κεφαλίνην καλοῡσιν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ίνη (πρβλ. βαλσαμ-ίνη, θυρσ-ίνη). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cephalin < κεφαλίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλίνην — κεφαλίνη root of the tongue fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • ερυθροκύτταρα — Απύρηνα κύτταρα του αίματος. Ο αριθμός τους στις γυναίκες κυμαίνεται μεταξύ 4.500.000 5.000.000/mm3 αίματος, ενώ στους άντρες μεταξύ 5.000.000 5.500.000/mm3 αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου έχουν σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, το οποίο όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”